ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όσο η Ιατρική επιστήμη του 21ου αιώνα επικεντρώνεται στην πρόληψη των ασθενειών παρά στην αντιμετώπιση τους, τόσο περισσότερο επιστημονικό ενδιαφέρον συγκεντρώνει ο τομέας της βρεφικής και παιδικής διατροφής.
Η σωστή διατροφή αποτελεί σημαντική παράμετρο για την υγεία ενός παιδιού. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στη διατροφή του νεογνού και του βρέφους από την πρώτη ημέρα τα ζωής και καθ’ όλη τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας, κατά την οποία τίθενται οι βάσεις για τη σωματική και πνευματική ανάπτυξή του.
Επιπλέον κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου το βρέφος τριπλασιάζει το βάρος γέννησης και αυξάνει κατά 50 % το μήκος του. Για να επιτευχθεί η ραγδαία αυτή αύξηση και να καλυφθούν οι ανάγκες , χρειάζεται τροφή πλούσια σε θερμίδες και θρεπτική αξία.
Στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια “επιδημία” παχυσαρκίας και το επακόλουθο αυτής μεταβολικό σύνδρομο , είναι σημαντικό να αναγνωριστεί η σημασία της υγιεινής διατροφής και του ελέγχου του σωματικού βάρους ήδη από τη νηπιακή και παιδική ηλικία, πριν εγκατασταθούν «κακές» διατροφικές συνήθειες.
ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ
Το μητρικό γάλα αποτελεί τη φυσική τροφή των βρεφών. Τα πλεονεκτήματα οφείλονται τόσο στις διατροφικές και ανοσολογικές ιδιότητες του μητρικού γάλακτος όσο και στα ψυχολογικά ,αναπτυξιακά , κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη από το θηλασμό. Ο παρατεταμένος μητρικός θηλασμός σχετίζεται με χαμηλότερη αρτηριακή πίεση και μικρότερο δείκτη μάζας σώματος στην ενήλικο ζωή, ενώ μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης αλλεργιών και λοιμώξεων στην πρώτη παιδική ηλικία. Αξίζει να σημειωθεί πως οι μητέρες που θηλάζουν έχουν μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη, καρκίνου του στήθους και των ωοθηκών.
Η σύσταση του μητρικού γάλακτος δεν είναι στατική, αλλά διαφέρει από μητέρα σε μητέρα, από μέρα σε μέρα, από θηλασμό σε θηλασμό, ακόμη και κατά τη διάρκεια του ίδιου του θηλασμού. Καμιά προσθήκη και τροποποίηση του «ξένου» γάλακτος δεν μπορεί να το κάνει ισάξιο του μητρικού.
Η ιδανική διάρκεια του αποκλειστικού μητρικού θηλασμού αποτελεί θέμα έντονης συζήτησης και αντιγνωμίας μεταξύ των ειδικών. Οι οδηγίες της Αμερικανικής Παιδιατρικής Eταιρείας είναι σαφείς: «Ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός είναι η ιδανική και πλήρης διατροφή για τους 6 πρώτους μήνες της ζωής. Ο μητρικός θηλασμός πρέπει να συνεχίζεται τουλάχιστον για 12 μήνες και μπορεί να συνεχισθεί για όσο επιπλέον διάστημα το επιθυμούν η μητέρα και το παιδί». Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας συστήνει μητρικό θηλασμό τουλάχιστον για τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής. Τέλος η Ευρωπαϊκή Εταιρία Παιδογαστρεντερολογίας , Ηπατολογίας και Διατροφής θεωρεί ασφαλή την εισαγωγή στερεών ή υγρών τροφών πέρα από το μητρικό γάλα, μετά τον 4ο και πριν από τον 6ο μήνα ζωής.
Είναι δε σημαντικό ο μητρικός θηλασμός να συνεχίζεται κατά την περίοδο εισαγωγής των στερεών τροφών, καθώς φαίνεται ότι μειώνει τον κίνδυνο για κοιλιοκάκη και αλλεργίες.
Το ποσοστό των Ελληνίδων υποψήφιων μητέρων οι οποίες προτίθενται να θηλάσουν ανέρχεται σε 90%. Μετά τον τοκετό το 80% των μητέρων ξεκινά να θηλάζει , όμως το ποσοστό αυτό μειώνεται ραγδαία στο δεύτερο μήνα , για να φτάσει στο αποκαρδιωτικό ποσοστό του 4% αποκλειστικού θηλασμού στον 6ο μήνα της ζωής. Αυτό οφείλεται συχνά στην ελλιπή ενημέρωση και υποστήριξη των μητέρων, στην εργασία της μητέρας, στο κάπνισμα και βέβαια στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κουλτούρα θηλασμού στην ελληνική κοινωνία, όπως πχ στις Σκανδιναβικές χώρες.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΓΑΛΑΤΑ
Στις περιπτώσεις που ο μητρικός θηλασμός αντενδείκνυται, είναι αναποτελεσματικός ή δεν επιθυμείται από την μητέρα, η σίτιση των βρεφών γίνεται με τροποποιημένο γάλα αγελάδας. Το νωπό γάλα αγελάδας είναι ακατάλληλο για τα βρέφη.
Το γάλα αγελάδας περιέχει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης, νατρίου, κορεσμένων λιπών και ανεπαρκή ποσότητα απαραίτητων λιπαρών οξέων, βιταμίνης D και σιδήρου. Η κατανάλωση παστεριωμένου αγελαδινού γάλακτος οδηγεί σε αυξημένη απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό.
Οι πρόσφατες τεχνολογικές πρόοδοι επέτρεψαν την παρασκευή βρεφικών γαλάτων με χαμηλό πρωτεϊνικό περιεχόμενο , τα οποία εξασφαλίζουν παρόμοιους ρυθμούς αύξησης με τα συμβατικά γάλατα χωρίς να εκθέτουν τα βρέφη στους κινδύνους της μεταβολικής καταπόνησης, αλλά και της ενδοκρινικής απορρύθμισης που οδηγεί από την αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης στην παχυσαρκία. Η προσθήκη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μακράς αλύσου στα γάλατα έχει ευνοϊκή επίδραση στην οπτική οξύτητα.
Η προσθήκη πρεβιοτικών στα βρεφικά γάλατα έγινε προκειμένου να διαμορφωθεί ανάλογο με το μητρικό γάλα ευνοϊκό υπόστρωμα για την ανάπτυξη προβιοτικών μικροοργανισμών, αποκαθιστώντας τη φυσιολογική χλωρίδα, αλλά και τη μαλακή σύσταση των κοπράνων των βρεφών. Επιπλέον από την προσθήκη προβιοτικών ή πρεβιοτικών προσδοκάται γενικά και πρόληψη εκδηλώσεων ατοπίας (αλλεργίας). Αναζητούνται διαρκώς τρόποι για την προσθήκη στο μέλλον και άλλων παραγόντων στα βρεφικά γάλατα με σκοπό τη βέλτιστη σύνθεσή τους.
Τα γάλατα 2η βρεφικής ηλικίας που δίνονται μετά τον 6ο μήνα ζωής περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα τα στοιχεία εκείνα τα οποία οι περισσότερες τροφές απογαλακτισμού δεν μπορούν να δώσουν στο βρέφος: πρωτεΐνες ασβέστιο, σίδηρο και λινολεϊκό οξύ.
Η ημερήσια πρόσληψη γαλάτων δεύτερης βρεφικής ηλικίας δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 500 ml ή περίπου το 40% των ενεργειακών αναγκών , ώστε να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές ποσότητες ασβεστίου ,σιδήρου και λινολεικού οξέος.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΤΡΟΦΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΧΡΟΝΟ ΖΩΗΣ
Κάπου ανάμεσα στον 4ο και 6ο μήνα γίνεται σταδιακή εισαγωγή των στερεών τροφών. Το μητρικό γάλα ή το τροποποιημένο γάλα 1ης βρεφικής ηλικίας παρέχουν πλήρη θρεπτική και θερμιδική κάλυψη μέχρι τον 6ο μήνα ζωής. Η εισαγωγή στο διαιτολόγιο στερεών τροφών συμβαδίζει με την ωρίμανση του πεπτικού συστήματος και την αναπτυξιακή εξέλιξη του βρέφους. Στην ηλικία αυτή το μωρό στηρίζει τέλεια το κεφάλι του, κάθεται με υποστήριξη, κρατά αντικείμενα στην παλάμη του, τα φέρνει στο στόμα ,δείχνει την πείνα του ανοίγοντας το στόμα , αρχίζει να καταπίνει με μεγαλύτερη ευκολία, δείχνει την δυσαρέσκεια του σπρώχνοντας το κορμί του προς τα πίσω. Όταν δεν έχουν αναπτυχθεί οι μηχανισμοί αυτοί, δεν είναι σωστό να πιέσουμε το βρέφος να αρχίσει τις στερεές τροφές.
Υπάρχουν λίγα δεδομένα όσον αφορά στον ιδανικό συνδυασμό και το χρονικό εισαγωγής στερεών τροφών στη διατροφή του βρέφους, με αποτέλεσμα αυτά να ποικίλουν και να καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές ,πολιτισμικές και διαιτητικές συνήθειες που επικρατούν σε κάθε χώρα.
Το ρυζάλευρο εμπλουτισμένο με γάλα αποτελεί συνήθως την πρώτη στερεά τροφή του βρέφους. Προτιμάμε το ρύζι από τα άλλα δημητριακά, γιατί έχει τον μικρότερο κίνδυνο για πρόκληση αλλεργίας. Λίγο αργότερα προστίθενται πλούσια σε βιταμίνες φρέσκα φρούτα , όπως μήλο, αχλάδι ,πορτοκάλι και άλλα φρούτα ανάλογα με την εποχή. Πρέπει να αφήνεται εύλογο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην εισαγωγή μιας καινούργιας τροφής μέχρι την προσθήκη της επόμενης. Έτσι μπορούμε εύκολα να υποψιαστούμε αλλεργία ή δυσανεξία σε κάποια τροφή. Στη συνέχεια εισάγονται σταδιακά τα λαχανικά, το κρέας, τα ενισχυμένα με σίδηρο δημητριακά και τα ζυμαρικά. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδογαστρεντερολογίας η σειρά εισαγωγής των τροφών πέραν του γάλακτος καθώς και η αποφυγή συγκεκριμένων αλλεργιογονικών τροφών δεν φαίνεται να επιδρούν στη υγεία του ατόμου.
Τα πιο συχνά αλλεργιογόνα είναι το γάλα, η σόγια, το αυγό, το ψάρι και τα οστρακοειδή, το σιτάρι, τα φιστίκια και τα καρύδια. Συνηθιζόταν το ασπράδι του αυγού και το ψάρι να δίνονται γύρω στα πρώτα γενέθλια ,ωστόσο η καθυστερημένη εισαγωγή τους στη διατροφή του βρέφους δεν έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης αλλεργίας κι έτσι πλέον εισάγονται νωρίτερα στη διατροφή.
Το φρέσκο γάλα αγελάδας ή τα γαλακτοκομικά προϊόντα που βασίζονται σε αυτό, όπως γιαούρτι, τυρί δεν συνιστώνται σε βρέφη κάτω των 12 μηνών. Έχει διαπιστωθεί ότι ευθύνονται για πρόκληση αλλεργίας καθώς και αναιμίας από μικροαπώλειες αίματος από το πεπτικό. Το γάλα ,αλλά και τα άλλα προϊόντα με χαμηλά λιπαρά δεν συνιστώνται στα παιδιά κάτω των 2 ετών επειδή το λίπος αποτελεί κύρια πηγή ενέργειας, λιποδιαλυτών βιταμινών και απαραίτητων για την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος λιπαρών οξέων.
Η ποσότητα των στερεών τροφών που καταναλώνει ο βρέφος αυξάνει σταδιακά, ενώ μειώνεται αντίστοιχα η ποσότητα του προσλαμβανόμενου γάλακτος σε περίπου 500 ml γύρω στον 1ο χρόνο ζωής. Λόγω της μείωσης του γάλακτος , είναι αναγκαία η χορήγηση υγρών και κυρίως νερού.
Η εισαγωγή χυμών φρούτων στη διατροφή του βρέφους δεν πρέπει να γίνεται πριν από την ηλικία των 6 μηνών και η ημερήσια ποσότητα να μην ξεπερνά τα 120-150 ml, ενώ είναι προτιμότερο να προσφέρονται σε κούπα και στο μπουκάλι. Λόγω του κινδύνου αλλαντίασης, μέλι δεν θα πρέπει να δίνεται πριν τον 1ο χρόνο.
Αξίζει τέλος, να αναφερθεί πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των γονιών στη σωστή διατροφή του βρέφους. Πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς, πως τα βρέφη συνήθως αυτορυθμίζουν την επαρκή ποσότητα των θερμίδων που προσλαμβάνουν, σταματώντας τη σίτιση. Οι γονείς πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα σημάδια κορεσμού του μωρού τους και να μην επιμένουν στην κατανάλωση ολόκληρου του γεύματος αν το βρέφος εμφανώς δεν πεινάει. Είναι σημαντική η επιμονή στην εισαγωγή υγιεινών φυσικών τροφών στη διατροφή έστω και αν το βρέφος αρχικά τα αρνείται καθώς και η αποφυγή παιδικών σκευασμάτων που περιέχουν μεγάλη ποσότητα ζάχαρης και αλατιού. Πρέπει να αποφεύγεται η εισαγωγή τροφών με μοναδικό κριτήριο τη θερμιδική τους αξία χωρίς να συνοδεύονται και από αντίστοιχη θρεπτική αξία. Βασικό ρόλο στην εδραίωση σωστών διατροφικών συνηθειών από τον 1ο κιόλας χρόνο ζωής παίζει και πρέπει να εξακολουθεί να παίζει ο παιδίατρος με τις οδηγίες και τις συμβουλές που παρέχει στην οικογένεια.
Μαρία Ορφανού
Παιδίατρος